- λιτανικός
- -ή, -ό (Μ λιτανικός, -ή, -όν) [λιτανός]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιτανεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιτάνιος — λιτάνιος, ον (Μ) [λιτανός] λιτανικός, τής λιτανείας («λιτάνιος ὑμνωδία», Κ. Πορφ.) … Dictionary of Greek